- ταραχθῇ
- будет приведена в волнение
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ταραχθῇ — ταράσσω stir aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)